κακαρώνω

κακαρώνω
ξεψυχώ, πεθαίνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κακαρώνω — κακαρώνω, κακάρωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κακαρώνω — κακάρωσα, κακαρωμένος, πεθαίνω, ξεψυχώ: Βρέθηκε το πρωί κακαρωμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κακάρωμα — το [κακαρώνω] θάνατος, ξεψύχισμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”